μπριζόλα

μπριζόλα
και μπριτζόλα, η
κομμάτι κρέατος από τα πλευρά βοδιού, μοσχαριού ή χοίρου, το οποίο τρώγεται ψητό ή τηγανητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. brisola < γαλλ. bresolles «φιλέτο μοσχαριού». Κατ' άλλη άποψη, η λ. προήλθε από ιταλ. braciola].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπριζόλα — η (λ. γαλλ.), πλευρά αρνιού, μοσχαριού, χοίρου κ.ά. ζώων που μαγειρεύεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • μοσχαρήσιος — και μοσκαρήσιος, α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μοσχάρι ή που προέρχεται από το μοσχάρι («μοσχαρήσια μπριζόλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάρι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. αρν ήσιος, γελαδ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • μπριζολίτσα — η μικρή μπριζόλα …   Dictionary of Greek

  • μπριτζόλα — η βλ. μπριζόλα …   Dictionary of Greek

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

  • πλευρίδα — η / πλευρίς, ίδος, ΝΑ μερίδα κρέατος από τα πλευρά, παϊδάκι, μπριζόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + κατάλ. ις, ίδος (πρβλ. βλεφαρ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • pârjoli — PÂRJOLÍ, pârjolesc, vb. IV. 1. tranz. A da foc sau a pune foc cu scopul de a distruge. 2. tranz. (Adesea fig.) A arde, a mistui în flăcări o fiinţă. 3. intranz. (Despre soare) A încălzi peste măsură; a arde, a dogorî. 4. tranz. (Despre soare) A… …   Dicționar Român

  • παΐδι — παΐδι, το και παϊδάκι, το και παγίδι, το 1. πλευρά σκελετού ανθρώπου ή ζώου: Του σπάσανε τα πα(γ)ίδια (δηλ. του δώσανε πολύ ξύλο). 2. πλευρά σφαγίου για ψήσιμο, αλλ. μπριζόλα ή κοτολέτα: Παράγγειλα μία μερίδα αρνίσια παϊδάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”